ανεπάντεχος

ανεπάντεχος
-η, -ο
επίρρ. αναπάντεχος, απροσδόκητος, ανέλπιστος: Η επιστροφή του γιου τους ήταν για όλους ανεπάντεχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπάντεχος — και ανεπάντεχος και ανηπάντεχος και απάντεχος, η, ο 1. αυτός που δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, απρόβλεπτος, ανέλπιστος, ξαφνικός 2. το ουδ. ως ουσ. αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, το απρόοπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπάντεχος < αν * στερ. + …   Dictionary of Greek

  • ανείκαστος — η, ο (AM ἀνείκαστος, ον) [εικάζω] νεοελλ. 1. ανεπάντεχος 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός 2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δε στήθηκε καρτέρι, ανεπάντεχος: Το κυνήγι τη μέρα εκείνη ήταν πλούσιο κι ακαρτέρευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπάντεχος — αναπάντεχος, η, ο και ανεπάντεχος, η, ο επίρρ. α (στερητ. αν και ρ. απαντέχω = περιμένω), αυτός που δεν περιμένουμε, απροσδόκητος: Αναπάντεχα νέα μάς έφερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”